- ορθόκορυς
- ὀρθόκορυς, -υθος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῑλον ἔχων», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + κόρυς, -υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρί-κορυς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρθόκορυς — having an upright crest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek